- λαθυρισμός
- οιατρ. δηλητηρίαση που προκαλείται από τη βρώση τών καρπών τού φυτού λαθούρι, ένα είδος τού οποίου είναι η φάβα, και η οποία εκδηλώνεται με σπαστική παραπληγία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lathyrisme < νεολατ. lathyrus (< λάθυρος) + κατάλ. -isme. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ιωάννη Πύρλα, στο περιοδικό σύγγραμμα Φοίβος].
Dictionary of Greek. 2013.